- σταδιεύς
- -έως, ὁ, Ασταδιοδρόμος («παίδὶ σταδιεῑ», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + επίθημα -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σταδιεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταδιεῖς — Σταδιεύς masc acc pl Σταδιεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιεῖς — σταδιεύς masc acc pl σταδιεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταδιῆ — Σταδιεύς masc nom/voc/acc dual Σταδιεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιῆ — σταδιεύς masc nom/voc/acc dual σταδιεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταδιέων — Σταδιεύς masc gen pl Σταδιέω̆ν , Σταδιεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταδιεῖ — Σταδιεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιεῖ — σταδιεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδιέων — στάδιος standing fast and firm masc/fem gen pl (epic ionic) σταδίη fem gen pl (epic ionic) σταδιεύς masc gen pl σταδιέω̆ν , σταδιεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)